- προτανεύω
- προτᾰν-εύω, alternative Attic form of πρυτανεύω, ib.656.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτανεύω — Α (αττ. τ.) βλ. πρυτανεύω … Dictionary of Greek
πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… … Dictionary of Greek
πρύτανης — ο / πρύτανις, άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους νεοελλ. 1. αιρετός και με ορισμένη… … Dictionary of Greek